Τρωκτικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гризачи, гризач, на гризачи, от гризачи, за гризачи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρωκτικό
τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρωκτικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τρυφερός στα βουλγαρικά - нежен, любящ, любяща, ми харесва, обичаме
- τρυφερότητα στα βουλγαρικά - нежност, чувствителност, болезненост, нежността, крехкост
- τρόμος στα βουλγαρικά - страх, ужас, терор, треперене, тремор, тремора, трепет, ...
- τρόμπα στα βουλγαρικά - сърце, помпа, помпата, на помпата, помпи
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гризачи, гризач, на гризачи, от гризачи, за гризачи
Μεταφράσεις: гризачи, гризач, на гризачи, от гризачи, за гризачи