Τρωκτικό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грызун, грызуноў, грызуны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρωκτικό
τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τρωκτικό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- τρυφερός στα λευκορωσικά - любіць, які любіць, кахаючы, хто любіць, любячы
- τρυφερότητα στα λευκορωσικά - пяшчота, пяшчоту, нежность, пяшчотнасць
- τρόμος στα λευκορωσικά - трэмор, тремор
- τρόμπα στα λευκορωσικά - сэрца, помпа, насос, помпу
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: грызун, грызуноў, грызуны
Μεταφράσεις: грызун, грызуноў, грызуны