Τρωκτικό στα πολωνικά

Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gryzoń, gryzoni, gryzonie, gryzonia, rodent
Τρωκτικό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρωκτικό

τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, τρωκτικό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • τρυφερός στα πολωνικά - kruchy, przetarg, miękkość, wręczanie, oferowanie, delikatność, podaż, ...
  • τρυφερότητα στα πολωνικά - dolegliwość, schorzenie, afekt, sentyment, tkliwość, choroba, wzruszenie, ...
  • τρόμος στα πολωνικά - trwoga, paskudnik, przerazić, przestrach, bojaźń, groza, koczkodan, ...
  • τρόμπα στα πολωνικά - wypytywać, dystrybutor, pompować, przepompować, pompownia, pompka, przetłaczać, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: gryzoń, gryzoni, gryzonie, gryzonia, rodent