Τρωκτικό στα δανικά
Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρωκτικό
τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας δανικά, τρωκτικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- τρυφερός στα δανικά - øm, følsom, sød, kærlig, kærlige, elske, at elske, ...
- τρυφερότητα στα δανικά - ømhed, mørhed, ømhed i, mhed
- τρόμος στα δανικά - forskrækkelse, rædsel, frygt, tremor, rysten, rystelser, skælven, ...
- τρόμπα στα δανικά - pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere
Μεταφράσεις: gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere