Τρωκτικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knaagdier, knaagdieren, van knaagdieren
Τρωκτικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρωκτικό

τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρωκτικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρυφερός στα ολλανδικά - teder, teer, aanbod, offerte, aanbesteding, gunning, liefhebbend, ...
  • τρυφερότητα στα ολλανδικά - emotie, genegenheid, gemoedsbeweging, affect, aandoening, tederheid, gevoeligheid, ...
  • τρόμος στα ολλανδικά - terreur, vrees, ontzetten, ontzetting, beduchtheid, onthutsen, schrik, ...
  • τρόμπα στα ολλανδικά - pompen, pomp, hart, oppompen, de pomp, pump
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: knaagdier, knaagdieren, van knaagdieren