Τρωκτικό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρωκτικό
τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρωκτικό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τρυφερός στα πορτογαλικά - tendência, encarregado, suave, ameno, meigo, oferta, proposta, ...
- τρυφερότητα στα πορτογαλικά - afeição, afecção, abalo, comoção, choque, ternura, tenderness, ...
- τρόμος στα πορτογαλικά - terrorismo, desânimo, pavor, terror, desalojar, receio, medo, ...
- τρόμπα στα πορτογαλικά - bombas, calcar, bomba, aspirar, bombear, vaporizar, bomba de, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor
Μεταφράσεις: roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor