Τρωκτικό στα τούρκικα
Μετάφραση: τρωκτικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemirgen, rodent, kemirici, bir kemirgen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρωκτικό
τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, τρωκτικό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τρυφερός στα τούρκικα - cılız, müşfik, teklif, ince, zayıf, hassas, seven, ...
- τρυφερότητα στα τούρκικα - hassaslık, hassasiyet, hassasiyeti, duyarlılık, şefkat
- τρόμος στα τούρκικα - korku, titreme, tremor, tremora, tremoru, sarsıntı
- τρόμπα στα τούρκικα - yürek, tulumba, gönül, kalp, pompa, pompası, pompanın, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρωκτικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kemirgen, rodent, kemirici, bir kemirgen
Μεταφράσεις: kemirgen, rodent, kemirici, bir kemirgen