Υπερόπτης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арогантно, арогантен, арогантна, арогантни, арогантния
Υπερόπτης στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπερόπτης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα βουλγαρικά - свръхтовар, претоварване, свръхнатоварване, от претоварване, претоварване на
  • υπερχείλιση στα βουλγαρικά - оттичане, разлив, отток, преливник, преливане, препълване, препълване на, ...
  • υπερώα στα βουλγαρικά - небце, небцето, на небцето, вкус, за небцето
  • υπεύθυνος στα βουλγαρικά - отговорен, отговорни, отговорна, отговорно, отговарящ
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: арогантно, арогантен, арогантна, арогантни, арогантния