Υπερόπτης στα ιταλικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riservato, elevato, arrogante, altezzoso, alto, arroganti, prepotente, superbo
Υπερόπτης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, υπερόπτης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα ιταλικά - sovraccarico, di sovraccarico, sovraccarico di, sovraccarichi, il sovraccarico
  • υπερχείλιση στα ιταλικά - straripare, inondazione, traboccare, inondare, straripamento, troppo pieno, di overflow
  • υπερώα στα ιταλικά - palato, bocca, gusto, palati, il palato
  • υπεύθυνος στα ιταλικά - responsabile, responsabili, responsabilità, competente, incaricato
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riservato, elevato, arrogante, altezzoso, alto, arroganti, prepotente, superbo