Υπερόπτης στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
арогантен, арогантна, арогантни, арогантно, арогантните
Υπερόπτης στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υπερόπτης στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα σλαβομακεδονικά - преоптоварување, преоптовареност, преоптоварувањето, преоптоварување на, преоптоварување со
  • υπερχείλιση στα σλαβομακεδονικά - претекување, преливник, прелевање, преливни, прелевање на
  • υπερώα στα σλαβομακεδονικά - непцето, непце, на непцето, непцата, вкус
  • υπεύθυνος στα σλαβομακεδονικά - одговорното, одговорен, одговорно, одговорни, одговорна
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: арогантен, арогантна, арогантни, арогантно, арогантните