Υπερόπτης στα σουηδικά
Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hög, spotsk, arroganta, arrogant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερόπτης
υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας σουηδικά, υπερόπτης στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- υπερφορτώνω στα σουηδικά - överbelastning, överbelastnings, överlast, över
- υπερχείλιση στα σουηδικά - bräddavlopp, överströmnings, overflow, spill
- υπερώα στα σουηδικά - gom, gommen, smak, smaklökar, gomspalt
- υπεύθυνος στα σουηδικά - ansvarig, ansvariga, ansvarar, ansvara, ansvarigt
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hög, spotsk, arroganta, arrogant
Μεταφράσεις: hög, spotsk, arroganta, arrogant