Υπερόπτης στα γαλλικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éloigné, élevé, haut, rogue, retenu, hautain, relevé, arrogant, altier, pathétique, auguste, sublime, réservé, arrogante, arrogants, arrogance, orgueilleux
Υπερόπτης στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας γαλλικά, υπερόπτης στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα γαλλικά - surcharge, surcharger, tarabiscoté, surcharges, la surcharge, une surcharge, de surcharge
  • υπερχείλιση στα γαλλικά - noyer, divaguer, trop-plein, transfuser, ruissellement, déverser, inondation, ...
  • υπερώα στα γαλλικά - saveur, goût, palais, bouche, en bouche, le palais
  • υπεύθυνος στα γαλλικά - responsable, responsables, chargé, responsabilité, responsable de
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: éloigné, élevé, haut, rogue, retenu, hautain, relevé, arrogant, altier, pathétique, auguste, sublime, réservé, arrogante, arrogants, arrogance, orgueilleux