Υπερόπτης στα ρουμανικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înalt, arogant, arogantă, aroganți, de arogant, aroganta
Υπερόπτης στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας ρουμανικά, υπερόπτης στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα ρουμανικά - suprasarcină, de suprasarcină, supraîncărcare, suprasarcina, supraîncărcării
  • υπερχείλιση στα ρουμανικά - revărsare, preaplin, overflow, de preaplin, depășire
  • υπερώα στα ρουμανικά - palat, palatului, cerul gurii, palate, gust
  • υπεύθυνος στα ρουμανικά - responsabil, competent, responsabilă, responsabile, responsabila
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: înalt, arogant, arogantă, aroganți, de arogant, aroganta