Υπερόπτης στα δανικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
høj, arrogant, arrogante, hovmodige
Υπερόπτης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας δανικά, υπερόπτης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα δανικά - overbelastning, overload, overbelastningsbeskyttelse, overlast, overbelastning af
  • υπερχείλιση στα δανικά - overløb, overflow, overløbet
  • υπερώα στα δανικά - gane, ganen, smag, munden, smagsløg
  • υπεύθυνος στα δανικά - ansvarsfuld, ansvarlig, ansvarlige, ansvaret, er ansvarlig, ansvarligt
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: høj, arrogant, arrogante, hovmodige