Υπερόπτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гордовитий, бундючний, віддалік, горища, зухвалий, пихатий, зарозумілий, зарозуміла, зверхній
Υπερόπτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπερόπτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα ουκρανικά - перевантаження, навантаження, перенавантаження
  • υπερχείλιση στα ουκρανικά - затоплювати, затопити, переливатись, переповнення, переповнювання
  • υπερώα στα ουκρανικά - схильність, уподобання, смак, вподобання, інтерес, небо, піднебіння, ...
  • υπεύθυνος στα ουκρανικά - обов'язку, зобов'язання, надійність, обов'язки, відповідальний, відповідальна, відповідальну
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гордовитий, бундючний, віддалік, горища, зухвалий, пихатий, зарозумілий, зарозуміла, зверхній