Υπερόπτης στα λετονικά
Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedomīgs, augstprātīgs, augstprātīgi, augstprātīga, arrogant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερόπτης
υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας λετονικά, υπερόπτης στα λετονικά
Μεταφράσεις
- υπερφορτώνω στα λετονικά - pārslodze, pārslodzes, pārslodzi
- υπερχείλιση στα λετονικά - pārplūst, pārplūdes, pārpildes, pārplūde, pārpilnība
- υπερώα στα λετονικά - aukslējas, aukslēju, aukslējām, šķeltni, garša
- υπεύθυνος στα λετονικά - atbildīgs, atbildīga, atbild, atbildīgas, atbildīgā
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: iedomīgs, augstprātīgs, augstprātīgi, augstprātīga, arrogant
Μεταφράσεις: iedomīgs, augstprātīgs, augstprātīgi, augstprātīga, arrogant