Ώρα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
час, време, заседание, път, времето, момент
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ώρα
ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ώρα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ώθηση στα βουλγαρικά - тласък, натиск, тяга, тягата, на тягата
- ώμος στα βουλγαρικά - рамо, рамото, раменете, рамото на, на рамото
- ώριμος στα βουλγαρικά - зрял, зряла, зрели, зрелия, зряло
- ώσπου στα βουλγαρικά - до, докато, докато не, преди
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: час, време, заседание, път, времето, момент
Μεταφράσεις: час, време, заседание, път, времето, момент