Ώρα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stund, tími, leyti, sinn, aldur, löngu, tíma, tíminn
Ώρα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ώρα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα ισλανδικά - lagði, lagði til, lagið, tog, framkraftur
  • ώμος στα ισλανδικά - öxl, á öxl, öxlum, axlir, axlar
  • ώριμος στα ισλανδικά - þroskaður, þroskað, þroska, þroskast, þroskaðri
  • ώσπου στα ισλανδικά - þar, þar til, til, fyrr en, fyrr
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stund, tími, leyti, sinn, aldur, löngu, tíma, tíminn