Ώρα στα ιταλικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tempo, epoca, momento, ora, seduta, sessione, volta, tempo di
Ώρα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ώρα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα ιταλικά - spinta, spingere, propulsione, impulso, di spinta, reggispinta, la spinta, ...
  • ώμος στα ιταλικά - spalla, spalle, di spalla, della spalla, spalla di
  • ώριμος στα ιταλικά - maturo, matura, in età matura, maturi, mature
  • ώσπου στα ιταλικά - sino, fino, fino a, fino a quando, finché, fino al
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tempo, epoca, momento, ora, seduta, sessione, volta, tempo di