Ώρα στα φινλανδικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hetki, ajoittaa, aikakausi, ajankohta, tunti, kerta, käräjät, aika, istuntokausi, kokous, tahti, ajanjakso, istunto, lukukausi, aikaa, ajan, aikaan, kertaa
Ώρα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ώρα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα φινλανδικά - pistää, iskeä, sysäys, tunkea, lykätä, sysätä, työntövoima, ...
  • ώμος στα φινλανδικά - olka, olkapää, hartia, lapa, olkapään, olalla, olkapäähän
  • ώριμος στα φινλανδικά - varttua, kypsä, kypsän, kypsät, kypsiä, Aikuiset
  • ώσπου στα φινλανδικά - asti, saakka, mennessä, hamaan, kunnes, ennen
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hetki, ajoittaa, aikakausi, ajankohta, tunti, kerta, käräjät, aika, istuntokausi, kokous, tahti, ajanjakso, istunto, lukukausi, aikaa, ajan, aikaan, kertaa