Ώρα στα ουγγρικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ülésszak, idő, időt, időben, ideje, alkalommal
Ώρα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ώρα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα ουγγρικά - tolás, döfés, tolóerő, tolóerőt, axiális, tolóereje, tolóerejének
  • ώμος στα ουγγρικά - boltváll, dombnyúlvány, váll, vállfa, töltéspadka, támasztás, csapváll, ...
  • ώριμος στα ουγγρικά - esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb
  • ώσπου στα ουγγρικά - amíg, míg, ig
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ülésszak, idő, időt, időben, ideje, alkalommal