Ώρα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hora, sessão, serviço, hotel, tempo, vez, madeira, momento, tempo de
Ώρα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ώρα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα πορτογαλικά - pressão, repercutir, impulso, impulsão, estocada, empuxo
  • ώμος στα πορτογαλικά - se, ombro, ombros, do ombro, de ombro, o ombro
  • ώριμος στα πορτογαλικά - colchão, sazonado, maduro, madura, maduros, maduras, maturidade
  • ώσπου στα πορτογαλικά - até, abrir, até que, até o, até a
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: hora, sessão, serviço, hotel, tempo, vez, madeira, momento, tempo de