Ώρα στα τούρκικα

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esse, vakit, toplantı, saat, süre, zaman, oturum, süresi, zamanlı, zamanı
Ώρα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ώρα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα τούρκικα - itme, bindirme, baskı, basınç, itki
  • ώμος στα τούρκικα - omuz, shoulder, sırt
  • ώριμος στα τούρκικα - ergin, olgun, olgun bir, matür, olgunlaşmış
  • ώσπου στα τούρκικα - kadar, dek, yılına kadar, gelene kadar
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: esse, vakit, toplantı, saat, süre, zaman, oturum, süresi, zamanlı, zamanı