Ποιμενικός στα γαλλικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, paysan, idyllique, bucolique, pastorale, pastorales, pastoraux, la pastorale
Ποιμενικός στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, ποιμενικός στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα γαλλικά - mixte, divers, assorti, varié, variée, variés, variées
  • ποικιλία στα γαλλικά - mélange, espèce, changement, assortiment, race, variété, diversité, ...
  • ποινή στα γαλλικά - vindicte, pénalité, amende, sanction, punition, dédit, châtiment, ...
  • ποινικός στα γαλλικά - criminel, punissable, pénal, pénale, pénal en, pénales, pénitentiaire
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: pastoral, paysan, idyllique, bucolique, pastorale, pastorales, pastoraux, la pastorale