Ποιμενικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkészi, pásztori, lelkipásztori, pasztorális, a lelkipásztori
Ποιμενικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ποιμενικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα ουγγρικά - osztályozott, változatos, különböző, változó, különféle
  • ποικιλία στα ουγγρικά - változatosság, különféleség, fajta, különböző, számos, különféle
  • ποινή στα ουγγρικά - kötbér, hibapont, hátrány, pénzbüntetés, bírság, tizenegyes, büntetés, ...
  • ποινικός στα ουγγρικά - büntető, büntetőjogi, küzdelem büntetőjogi, a büntető
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lelkészi, pásztori, lelkipásztori, pasztorális, a lelkipásztori