Ποιμενικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пастирска, пастирски, пастирско, пасторална, пастирската
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ποιμενικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα σλαβομακεδονικά - разновидни, разновидната, различни, различните, разновидна
- ποικιλία στα σλαβομακεδονικά - разновидност, различни, спектар, разни, сорта
- ποινή στα σλαβομακεδονικά - казна, казната, пенал, казнените, казнена
- ποινικός στα σλαβομακεδονικά - казнената, казнените, казнена, казнен, казнени
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пастирска, пастирски, пастирско, пасторална, пастирската
Μεταφράσεις: пастирска, пастирски, пастирско, пасторална, пастирската