Ποιμενικός στα ιταλικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pastorale, pastorali
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ποιμενικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα ιταλικά - vario, varia, variegata, variegato, varie
- ποικιλία στα ιταλικά - diversità, varietà, gamma, serie, vari, diversi
- ποινή στα ιταλικά - pena, penalità, punizione, multa, castigo, penale, pena di, ...
- ποινικός στα ιταλικά - penale, penali
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pastorale, pastorali
Μεταφράσεις: pastorale, pastorali