Ποιμενικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, pastorais, pastoril
Ποιμενικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ποιμενικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα πορτογαλικά - variado, variada, variadas, variados, variou
  • ποικιλία στα πορτογαλικά - jaez, variável, casta, qualidade, género, espécie, raça, ...
  • ποινή στα πορτογαλικά - penalizações, castigo, punição, pena, multa, penalidade, pena de, ...
  • ποινικός στα πορτογαλικά - penal, penais
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pastoral, pastorais, pastoril