Ποιμενικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pastorale, hyrde, pastoral, pastoralt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ποιμενικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα νορβηγικά - variert, varierte
- ποικιλία στα νορβηγικά - avart, utvalg, variasjon, rekke, forskjellige, ulike
- ποινή στα νορβηγικά - bot, straff, straffen, straffespark, straffe, feltet
- ποινικός στα νορβηγικά - Straffe, strafferettslig, straffeloven, straffebud, straff
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: pastorale, hyrde, pastoral, pastoralt
Μεταφράσεις: pastorale, hyrde, pastoral, pastoralt