Ποιμενικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
presta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ποιμενικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα ισλανδικά - fjölbreytt, mismunandi, fjölbreyttari, fjölbreyttur, fjölbreytta
- ποικιλία στα ισλανδικά - fjölbreytni, margs, ýmsum, úrval, ýmsar
- ποινή στα ισλανδικά - refsingu, refsing, víti, refsingin, vítaspyrnu á
- ποινικός στα ισλανδικά - refsi, dráttarvexti, til refsi
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: presta
Μεταφράσεις: presta