Ποιμενικός στα ισπανικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pastoril, pastoral, pastorales, pastoral de, la pastoral
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, ποιμενικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα ισπανικά - variado, variada, variados, variadas, variedad
- ποικιλία στα ισπανικά - variedad, diversidad, gran variedad, diversos, diversas
- ποινή στα ισπανικά - penalidad, escarmiento, castigo, pena, multa, penalización, pena de, ...
- ποινικός στα ισπανικά - penal, penales, penal de, penitenciario
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: pastoril, pastoral, pastorales, pastoral de, la pastoral
Μεταφράσεις: pastoril, pastoral, pastorales, pastoral de, la pastoral