Ποιμενικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ganytojiškas, pastoracinis, pastoralinis, kaimiškas, kunigo
Ποιμενικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ποιμενικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα λιθουανικά - įvairus, įvairi, įvairūs, įvairios, svyravo
  • ποικιλία στα λιθουανικά - rūšis, įvairovė, veislės, veislė, įvairių, įvairovę
  • ποινή στα λιθουανικά - bausmė, bauda, sankcija, nuobauda, bausmės
  • ποινικός στα λιθουανικά - baudžiamasis, baudžiamosios, baudžiamoji, Bausmių vykdymo, baudžiamosios teisės
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ganytojiškas, pastoracinis, pastoralinis, kaimiškas, kunigo