Ποιμενικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăran, pastorală, pastoral, pastorale, pastorala, pastorația
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποιμενικός
ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ποιμενικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ποικίλος στα ρουμανικά - diferit, variat, variate, variată, variat de, a variat
- ποικιλία στα ρουμανικά - diversitate, fel, soi, varietate, multitudine, diverse, gamă largă
- ποινή στα ρουμανικά - amendă, pedeapsă, penalizare, de pedeapsă, sancțiune, lovituri
- ποινικός στα ρουμανικά - penal, penală, penale, penala, pen
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ţăran, pastorală, pastoral, pastorale, pastorala, pastorația
Μεταφράσεις: ţăran, pastorală, pastoral, pastorale, pastorala, pastorația