Ποιμενικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастараль, пастораль
Ποιμενικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ποιμενικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα λευκορωσικά - разнастайны
  • ποικιλία στα λευκορωσικά - разнастайнасць, разнастайнасьць
  • ποινή στα λευκορωσικά - штраф
  • ποινικός στα λευκορωσικά - крымінальны
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пастараль, пастораль