Ποιμενικός στα δανικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pastoral, pastorale, verdensomspændende pastorale, kirkelige, pastoralt
Ποιμενικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας δανικά, ποιμενικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα δανικά - varieret, varierede, varieres, afvekslende, varierende
  • ποικιλία στα δανικά - sort, række, udvalg, vifte, bred vifte
  • ποινή στα δανικά - straf, revselse, straffespark, sanktion, bøde, straffesparksfeltet
  • ποινικός στα δανικά - straffelov, strafferetlige, strafferetlig, straffelovgivning, strafbart
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pastoral, pastorale, verdensomspændende pastorale, kirkelige, pastoralt