Ποιμενικός στα γερμανικά

Μετάφραση: ποιμενικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ländlich, pastoral-, pastoral, pastoralen, pastorale, Hirten, Pastoral
Ποιμενικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποιμενικός

ποιμενικός ελληνικός, ποιμενικός κεντρικής ασίας, ποιμενικός κεντρικής ασίας - asian shepherd dog, ποιμενικός βέρνης, ποιμενικός καυκάσου τιμη, ποιμενικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ποιμενικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ποικίλος στα γερμανικά - abwechslungsreich, unterschiedlich, vielfältig, vielseitig, abwechslungsreiche
  • ποικιλία στα γερμανικά - vielfalt, exemplar, sorte, mannigfaltigkeit, gattung, rasse, verschiedenheit, ...
  • ποινή στα γερμανικά - bestrafung, strafsumme, nachteil, strafe, strafmaßnahme, konventionalstrafe, Strafe, ...
  • ποινικός στα γερμανικά - strafrechtlich, strafbar, Straf, strafrechtlichen, strafrechtliche, Strafvollzug
Τυχαίες λέξεις
Ποιμενικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ländlich, pastoral-, pastoral, pastoralen, pastorale, Hirten, Pastoral