Ακουστική στα γερμανικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akustik, Akustik, acoustics, akustischen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακουστική στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα γερμανικά - anspitzen, schärfen, schleifen, zu schärfen, schärft
- ακουμπώ στα γερμανικά - mager, hager, knapp, schlank, berühren, Berührung, zu berühren, ...
- ακουστικός στα γερμανικά - ton, audio, ohrsignal, zuhörerschaft, akustisch, akustik, Hör-, ...
- ακούσιος στα γερμανικά - unwillkürlich, unfreiwillig, unfreiwillige, unwillkürliche, unfreiwilligen, unwillkürlichen
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: akustik, Akustik, acoustics, akustischen
Μεταφράσεις: akustik, Akustik, acoustics, akustischen