Ακουστική στα ιταλικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acustica, l'acustica, un'acustica, acustiche, dell'acustica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακουστική στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα ιταλικά - acuire, affilare, aguzzare, acutizzare, arrotare, affinare, affinare le, ...
- ακουμπώ στα ιταλικά - scarso, sostenere, magro, scarno, toccare, tocco, premere, ...
- ακουστικός στα ιταλικά - acustico, uditorio, uditivo, uditiva, uditive, uditivi
- ακούσιος στα ιταλικά - involontario, involontaria, involontari, involontarie, involontariamente
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acustica, l'acustica, un'acustica, acustiche, dell'acustica
Μεταφράσεις: acustica, l'acustica, un'acustica, acustiche, dell'acustica