Ακουστική στα πολωνικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akustyka, Acoustics, akustyki, akustykę, akustyczne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας πολωνικά, ακουστική στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα πολωνικά - naostrzyć, temperować, wyostrzyć, podniecać, zaostrzać, ostrzyć, zaostrzyć, ...
- ακουμπώ στα πολωνικά - opierać, szczupły, wychylać, chudy, niskokaloryczny, nachylić, nieurodzajny, ...
- ακουστικός στα πολωνικά - akustyczny, akustyka, uszny, dźwiękowy, słuchowy, fonia, słuchowe, ...
- ακούσιος στα πολωνικά - mimowolny, bezwolny, niedobrowolny, nieumyślny, odruchowy, mimowolne, niedobrowolnego
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: akustyka, Acoustics, akustyki, akustykę, akustyczne
Μεταφράσεις: akustyka, Acoustics, akustyki, akustykę, akustyczne