Ακουστική στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akoestiek, geluidsleer, de akoestiek, akoestische, akoestiek van, akoestisch
Ακουστική στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουστική

ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακουστική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακονίζω στα ολλανδικά - verhevigen, slijpen, aanzetten, wetten, scherpen, verscherpen, te scherpen, ...
  • ακουμπώ στα ολλανδικά - mager, schragen, stutten, schraal, sprietig, steunen, aanraken, ...
  • ακουστικός στα ολλανδικά - akoestisch, gehoor-, auditorium, auditieve, auditief, gehoor
  • ακούσιος στα ολλανδικά - onwillekeurig, onvrijwillige, onvrijwillig, onwillekeurige, gedwongen
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: akoestiek, geluidsleer, de akoestiek, akoestische, akoestiek van, akoestisch