Ακουστική στα τσεχικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akustika, Acoustics, akustiky, akustiku, akustice
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας τσεχικά, ακουστική στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα τσεχικά - bystřit, ostřit, nabrousit, ořezat, zaostřit, zvýšit, povzbudit, ...
- ακουμπώ στα τσεχικά - opírat, naklánět, nahýbat, naklonit, hubený, inklinovat, neúrodný, ...
- ακουστικός στα τσεχικά - zvuk, sluchový, akustický, akustika, zvukový, ušní, sluchové, ...
- ακούσιος στα τσεχικά - mimovolný, neúmyslný, bezděčný, nedobrovolný, nedobrovolné, nedobrovolná, mimovolní, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: akustika, Acoustics, akustiky, akustiku, akustice
Μεταφράσεις: akustika, Acoustics, akustiky, akustiku, akustice