Ακουστική στα ρωσικά

Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акустика, акустики, акустике, акустику, акустикой
Ακουστική στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουστική

ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας ρωσικά, ακουστική στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ακονίζω στα ρωσικά - накалить, обострить, ускорять, зачинить, оточить, подтачивать, заострить, ...
  • ακουμπώ στα ρωσικά - полагаться, постный, прилечь, худой, скудный, непромышленный, опереть, ...
  • ακουστικός στα ρωσικά - акустический, приятный, акустика, ушной, слуховой, звуковой, слуховые, ...
  • ακούσιος στα ρωσικά - непроизвольный, несвободный, невоенный, безотчетный, ненамеренный, самопроизвольный, невольный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: акустика, акустики, акустике, акустику, акустикой