Ακουστική στα εσθονικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akustika, akustikaga, akustikat, akustikale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας εσθονικά, ακουστική στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα εσθονικά - teritama, teravamaks, teritada, süvendada, teravdada
- ακουμπώ στα εσθονικά - kõhetu, lahja, nõjatuma, puudutama, puutuma, puudutage, puudutada, ...
- ακουστικός στα εσθονικά - sümptomaatiline, akustiline, kuulmis, kuulmis-, kuuldava, auditoorse, kuulmisnärvi
- ακούσιος στα εσθονικά - sunniviisiline, tahtmatu, tahtmatud, mittevabatahtliku, tahtmatult, tahtest olenematu
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: akustika, akustikaga, akustikat, akustikale
Μεταφράσεις: akustika, akustikaga, akustikat, akustikale