Ακουστική στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακουστική, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acústica, a acústica, acústicas, acústico, acústica da
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστική
ακουστική μνήμη, ακουστική οικολογία, ακουστική κιθάρα, ακουστική αρχαίων θεάτρων, ακουστική αντίληψη, ακουστική λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακουστική στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακονίζω στα πορτογαλικά - acerar, afiar, afinar, aguçar, sharpen, aprimorar
- ακουμπώ στα πορτογαλικά - delgado, encostar, inclinar, magro, liga, tocar, toque, ...
- ακουστικός στα πορτογαλικά - acústico, auditivo, auditiva, auditivos, auditivas
- ακούσιος στα πορτογαλικά - involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary
Τυχαίες λέξεις
Ακουστική στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acústica, a acústica, acústicas, acústico, acústica da
Μεταφράσεις: acústica, a acústica, acústicas, acústico, acústica da