Αστυφύλακας στα γερμανικά

Μετάφραση: αστυφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
polizist, schutzmann, Wachtmeister, Polizist, Constable, Wacht
Αστυφύλακας στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυφύλακας

μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακας αυτοκτόνησε, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας γιάννης βαρύς, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας λεξικό γλώσσας γερμανικά, αστυφύλακας στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομεύω στα γερμανικά - polizei, polizist, überwachen, Überwachung, Kontrolle, policing, Polizei, ...
  • αστυνόμος στα γερμανικά - polizist, schutzmann, Marschall, Marschalls, Marshal
  • αστός στα γερμανικά - stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman
  • ασυδοσία στα γερμανικά - straflosigkeit, sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
Τυχαίες λέξεις
Αστυφύλακας στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: polizist, schutzmann, Wachtmeister, Polizist, Constable, Wacht