Εκλέγω στα γερμανικά
Μετάφραση: εκλέγω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wählen, auserwählt, Auserwählten, elect, wählen sie, Erwählten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλέγω
εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω λεξικό γλώσσας γερμανικά, εκλέγω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εκκρίνω στα γερμανικά - ausgabe, befreien, freilassen, entlassung, freisetzung, befreiung, erlösung, ...
- εκκρεμότητα στα γερμανικά - aufschub, unentschiedenheit, verschiebung, Unentschiedenheit, abeyance, RUHEN DES, RUHEN DES VERFAHRENS, ...
- εκλέξιμος στα γερμανικά - geeignet, auswählbare, wahlfähige, wählbar, berechtigt, qualifizierten, förderfähigen
- εκλειπτική στα γερμανικά - Ekliptik, ekliptischen, Sonnenbahn, ekliptikale, ekliptische
Τυχαίες λέξεις
Εκλέγω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wählen, auserwählt, Auserwählten, elect, wählen sie, Erwählten
Μεταφράσεις: wählen, auserwählt, Auserwählten, elect, wählen sie, Erwählten