Εκλέγω στα δανικά
Μετάφραση: εκλέγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλέγω
εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω λεξικό γλώσσας δανικά, εκλέγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκκρίνω στα δανικά - frigive, befri, udelade, udstråler, opbrud, udstråle, udsondre, ...
- εκκρεμότητα στα δανικά - bero, Suspension, suspenderes
- εκλέξιμος στα δανικά - støtteberettigede, støtteberettiget, berettiget, berettigede, ydes
- εκλειπτική στα δανικά - ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse
Τυχαίες λέξεις
Εκλέγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte
Μεταφράσεις: vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte