Εκλέγω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εκλέγω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volit, Novoizvoljeni, izvoljeni, novoizvoljenim, izvoli, je novoizvoljeni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλέγω
εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εκλέγω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εκκρίνω στα σλοβενικά - izžarevajo, Opisati, Izlučivati, pritečejo, je čutiti
- εκκρεμότητα στα σλοβενικά - Začasno neaktivnost
- εκλέξιμος στα σλοβενικά - upravičeni, upravičene, upravičena, upravičen, upravičeni do
- εκλειπτική στα σλοβενικά - ekliptika, ekliptična, Ekliptično
Τυχαίες λέξεις
Εκλέγω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: volit, Novoizvoljeni, izvoljeni, novoizvoljenim, izvoli, je novoizvoljeni
Μεταφράσεις: volit, Novoizvoljeni, izvoljeni, novoizvoljenim, izvoli, je novoizvoljeni