Εκλέγω στα πολωνικά
Μετάφραση: εκλέγω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybierać, elekt, chcieć, wybrany, wybrani, elekta, wybrańcy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλέγω
εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω λεξικό γλώσσας πολωνικά, εκλέγω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εκκρίνω στα πολωνικά - wypuścić, wypuszczanie, zwalniać, spust, wyzwolenie, wersja, puszczenie, ...
- εκκρεμότητα στα πολωνικά - zagrożenie, zawieszenie, nieznajomość, stan zawieszenia
- εκλέξιμος στα πολωνικά - obieralny, odpowiedni, wybieralny, kwalifikowalne, kwalifikują, kwalifikować, kwalifikuje, ...
- εκλειπτική στα πολωνικά - zaćmieniowy, ekliptyka, ekliptyczny, ekliptyki, ecliptic, ekliptyczna
Τυχαίες λέξεις
Εκλέγω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wybierać, elekt, chcieć, wybrany, wybrani, elekta, wybrańcy
Μεταφράσεις: wybierać, elekt, chcieć, wybrany, wybrani, elekta, wybrańcy