Εκλέγω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκλέγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрати, оберіть, вибрати, добірний, обирати, обрані, Вибрані, Улюблені, обране, вибраних
Εκλέγω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλέγω

εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκλέγω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκκρίνω στα ουκρανικά - ховати, укривати, трансляція, виділити, виділяти, виділіться, виділіть, ...
  • εκκρεμότητα στα ουκρανικά - припинення, невідомості, призупинення, чекання, невідомість, невідомого
  • εκλέξιμος στα ουκρανικά - підходящий, придатний, бажаний, підхожий, право, права
  • εκλειπτική στα ουκρανικά - екліптика
Τυχαίες λέξεις
Εκλέγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обрати, оберіть, вибрати, добірний, обирати, обрані, Вибрані, Улюблені, обране, вибраних